- κουρβουλιάζω
- αμετ.1) засыхать (о деревьях); 2) перен. засыхать, увядать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουρβουλιάζω — [κούρβουλο] 1. κυρτώνομαι και ξεραίνομαι σαν κούρβουλο 2. συνεκδ. γίνομαι παράλυτος … Dictionary of Greek
κουρβουλιάζω — κουρβουλιάστηκα, κουρβουλιασμένος 1. ξεραίνομαι σαν κούρβουλο. 2. γίνομαι παράλυτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)